- ὀστέ'
- ὀστέα , ὀστέονd Fr.neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όστε — ὅστε και ὅ τε, ἥτε, ὅτε (Α) 1. εκείνος που, αυτός ο οποίος 2. φρ. α) «ἐξ οὗτε» από τον χρόνο κατά τον οποίο, αφότου β) «ὅ τε» επειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅς, ἥ, ὅ + εγκλιτικό μόριο τε (βλ.λ. τε)] … Dictionary of Greek
ὅστε — who masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὥστε — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσθ' — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅστ' — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἵτε — ὅστε who fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἵτε — ὅστε who masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὗτε — ὅστε who masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥτε — ὅστε who fem nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅντε — ὅστε who masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)